- συγκεκροτημένος
- συγκροτέωstrike togetherperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκεκροτημένως — Α επίρρ. στερεά, σταθερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεκροτημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. συγκροτῶ + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
συγκροτώ — συγκροτῶ, έω, ΝΜΑ [κροτῶ] 1. συνθέτω, συνιστώ ένα σύνολο με τη συνένωση πολλών πραγμάτων ή στοιχείων αρμονικά διατεταγμένων 2. φρ. «συγκροτώ μάχη» συνάπτω μάχη, μάχομαι νεοελλ. 1. (για πλήθος προσώπων) πράττω κάτι από κοινού 2. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek